μποτιλιάρισμα

μποτιλιάρισμα
το
1. γέμισμα μπουκαλιού με υγρό, εμφιάλωση.
2. ακινητοποίηση πλοίου μέσα στο λιμάνι με φράξιμο του στομίου του ή αυτοκινήτων εξαιτίας κυκλοφοριακής συμφόρησης: Έπεσα σε μποτιλιάρισμα και άργησα στο ραντεβού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μποτιλιάρισμα — το [μποτιλιάρω] 1. γέμισμα φιαλών, εμφιάλωση 2. μτφ. α) αποκλεισμός πλοίου σε λιμάνι β) κυκλοφοριακή συμφόρηση …   Dictionary of Greek

  • εμφιάλωση — Η πλήρωση φιαλών (μπουκαλιών) με προκαθορισμένο υγρό για τη διοχέτευσή τους στην αγορά. Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται για την πλήρωση φιαλών με οινοπνευματώδη ποτά, αναψυκτικά και ηδύποτα. Παλαιότερα η διαδικασία αυτή γινόταν αποκλειστικά από… …   Dictionary of Greek

  • εμφιάλωση — η το γέμισμα φιαλών (μπουκαλιών) με υγρό και η σφράγισή τους, το μποτιλιάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”